(Την ταραχή του Αρσάντ -θύμα ξυλοδαρμού- που μου περιέγραψε το παρακάτω περιστατικό, προ-
σπάθησα να αποτυπώσω και στο κείμενο).*
Οταν τους άκουσε να έρχονται βρίζοντας, κρατώντας κράνη και ρόπαλα, είδε καμιά πενηνταριά να έρχονται φορώντας κράνη και ρόπαλα, έβριζαν, φορούσαν κράνη, κρατούσαν ρόπαλα και τους άκουσε να έρχονται, όταν είδε κι άκουσε να έρχονται καμιά πενηνταριά σα στρατός με κράνη και ρόπαλα, τότε έτρεξαν. Εκείνη ακριβώς τη νύχτα – ή μήπως είχε ξημερώσει; - κάποια στιγμή, τέλος πάντων, μέρας ή νύχτας, που όλα τα χρόνια κύλησαν μέσα σε δευτερόλεπτα, έτρεξαν στην ταράτσα, πήδηξαν δίπλα και κρύφτηκαν στης κυρίας Καίτης. Ως εκείνη τη στιγμή που τους άκουσε να έρχονται βρίζοντας, ο Αρσάντ κοιμόταν. Οχι του καλού καιρού. Οπως μπορούσε. Δούλευε δώδεκα ώρες, κουβάλαγε, φοβόταν, έχτιζε, έσερνε, πούλαγε, καθάριζε, γέλαγε σφιγμένα, φοβόταν, δούλευε. Ο λαιμός πάντα με μια κλίση προς τα κάτω. Κάπως να κρύβεται. Αυτή η στάση τού έμεινε και στον ύπνο. Ετσι κοιμόταν, όταν τους άκουσε να βρίζουν και να έρχονται σπάζοντας την αυλόπορτα του σπιτιού. Οχι ένας. Χίλιοι. Πενήντα.Ξέρω ’γώ; Προχώρησαν και σπάσανε το φιμέ τζάμι στην πόρτα. Την κλειδαριά. Τον ψευτοκαθρέφτη στο διάδρομο. Τη λαμπίτσα στο ταβάνι. Το ψυγείο – αλλά ήταν παλιό, δεν πειράζει. Γκρέμισαν το τραπέζι. Τον τοίχο με την αφίσα. Ξύπνησε τελείως την ώρα που μ’
ένα λοστό έσπαγαν τη λεκάνη της τουαλέτας. Παράξενη η εμμονή τους με τη λεκάνη της τουαλέτας. Το ‘χουν συνήθειο αυτό αυτοί, σκέφτηκε. Ή, μάλλον, δε σκέφτηκε. Τινάχτηκε σαν κομματάκι θρυμματισμένo γυαλί. Οπως - όπως. Δε πρόλαβε να ξυπνήσει τους άλλους. Ξυπνήσανε από μόνοι τους. Ακουγε ήδη τις πατούσες τους να τρέχουν στην ταράτσα. Μαζί κι αυτός. Κανονικά δεν πρέπει να τρέχει. Για να μην κινεί υποψίες. Αλλά, αυτά είναι γι’ άλλη ώρα. Τώρα, έπρεπε να τρέξει.
Αλλιώς αυτοί οι πενήντα σούπερ ήρωες με τα κράνη και τα ρόπαλα θα τον γ..... Ετσι δε φώναζαν; Αμέ. Ευτυχώς, τους έκρυψε η γερόντισσα – γειτόνισσα σπίτι της. Οι σούπερ ήρωες εξαφανίστηκαν όπως συμβαίνει πάντα με τους σούπερ ήρωες. Πετώντας. Γελώντας… Κοκορεύονταν. Ο Αχμάντ, ο Σατζίντ, η Ρίφα, ο Ομάρ, η Αϊσέ πιάνανε δουλειά σε λίγο. Μάλλον ξημέρωνε. Μάζεψαν τα γυαλιά, ισιώσανε το τραπέζι, τα γυαλιά που παραλίγο να πατήσουν, τα μάζεψαν και ισιώσανε το τραπέζι, για
να ‘χουν ν’ ακουμπήσουν κάπου ισιώσανε το τραπέζι και μάζεψαν λίγο. Υστερα βλέπουνε.
* H διευκρύνηση που έχει μπεί στο πάνω μέρος του άρθρου είναι προσθήκη της εφημερίδας. Δεν ήθελα να γραφτεί. Ο λόγος που μπηκε -και συμφώνησα εν τέλει- ήταν για να καταλάβει καλύτερα ο μέσος αναγνώστης τον λόγο που το κείμενο είναι γραμμένο έτσι. Επειδή όμως δεν σας αντιμετωπίζω σαν μέσο αναγνώστη... θα προτιμούσα να παραλείψετε αυτή την φράση απο την ανάγνωση του κειμένου.
SADAHZINIA